- κεφαλαιώδης
- κεφαλαιώδηςcapitalmasc/fem acc pl (attic epic doric)κεφαλαιώδηςcapitalmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)κεφαλαιώδηςcapitalmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφαλαιώδης — ες (ΑΜ κεφαλαιώδης, ώδες) [κεφάλαιον] αυτός που έχει πρωταρχική σημασία, που αποτελεί την ουσία ενός πράγματος, βασικός, κύριος, ουσιώδης (α. «αυτή η ενότητα έχει κεφαλαιώδη σημασία για την έκβαση τής υπόθεσης» β. «ὅσα μέντοι κεφαλαιώδη, μάνθανε» … Dictionary of Greek
κεφαλαιωδέστερον — κεφαλαιώδης capital adverbial comp κεφαλαιώδης capital masc acc comp sg κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιώδει — κεφαλαιώδης capital masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κεφαλαιώδης capital masc/fem/neut dat sg κεφαλαιώδεϊ , κεφαλαιώδης capital dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιώδη — κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κεφαλαιώδης capital masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κεφαλαιώδης capital masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιωδεστάτων — κεφαλαιώδης capital fem gen superl pl κεφαλαιώδης capital masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιωδεστέρων — κεφαλαιώδης capital fem gen comp pl κεφαλαιώδης capital masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιωδέστατα — κεφαλαιώδης capital adverbial superl κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιωδέστατον — κεφαλαιώδης capital masc acc superl sg κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιῶδες — κεφαλαιώδης capital masc/fem voc sg κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιώδεις — κεφαλαιώδης capital masc/fem acc pl κεφαλαιώδης capital masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)